φιδωτός

φιδωτός
και φειδωτός, -ή, -ό, Ν
οφιοειδής, ελικοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίδι + κατάλ. -ωτος (πρβλ. οδοντ-ωτός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιδωτός — ή, ό 1. αυτός που μοιάζει με φίδι. 2. (για δρόμους, ποτάμια κτλ.), ο ελικοειδής, ο κυματοειδής, που σχηματίζει κορδέλες, που πάει ζικ ζακ: Απ το φιδωτό δρόμο ανεβήκαμε στην κορυφή του βουνού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φειδωτός — ή, ό, Ν (στην ποίηση) βλ. φιδωτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”